- πρέποντα
- πρέπωto be clearly seenpres part act neut nom/voc/acc plπρέπωto be clearly seenpres part act masc acc sgπρέπωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρέπονθ' — πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act neut nom/voc/acc pl πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act masc acc sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres part act masc/neut dat sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέποντ' — πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act neut nom/voc/acc pl πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act masc acc sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres part act masc/neut dat sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… … Wikipedia
SALARIUM — merces servitiô acquisita, inter alia sal quoque habens, unde a Sale nomen accepit. Plin. l. 31. c. 7. Honoribus etiam militiaeque inter ponitur: Salariis inde dictis, magnâ apud antiquos auctoritate. Item, Ancus Martius Rex salis modia sex milia … Hofmann J. Lexicon universale
απαρτιλογώ — ἀπαρτιλογῶ ( έω) (Μ) λέω τα πρέποντα, μιλάω ορθά, σωστά … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
ορθοσέβεια — ὀρθοσέβεια, ἡ (Μ) [ορθοσεβής] το να αποδίδει κανείς τον ορθό, τον πρέποντα σεβασμό … Dictionary of Greek
ορθοσεβής — ὀρθοσεβής, ές (Μ) αυτός που αποδίδει τον ορθό, τον πρέποντα σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σεβής (< σέβας), πρβλ. θεο σεβής] … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek